-
1 τειχίζω
A- ιῶ Th.6.97
, D.6.14, 19.112: [tense] aor.ἐτείχισα Hdt.1.175
: [tense] pf.τετείχικα D. 19.112
:—[voice] Med., [tense] fut.τειχιοῦμαι X.Cyr.6.1.19
(v.l. -ίσασθαι): [tense] aor.ἐτειχισάμην Th.1.11
; [dialect] Ep.ἐτειχίσσαντο Il.7.449
: ([etym.] τεῖχος):— build a wall, Ar.Av. 838, Th.1.64, etc.: c. acc. cogn., τ. μακρὰ τείχη build them, Id.5.82:—[voice] Med., τεῖχος ἐτειχίσσαντο they built them a wall, Il.7.449, cf. Th.3.105, And.3.38 ( ἐτειχίσαμεν codd.);ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ ἐτειχίσαντο Th.1.11
:—[voice] Pass., to be built,πύργος τετείχισται Pi.I.5(4).44
;ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται Id.P.6.9
.II trans., wall, fortify,ὄρος Hdt.1.175
, etc.;τὸν Πειραιᾶ And.3.5
; τὴν πόλιν, τὸν κρημνόν, Th.1.93, 6.101;στρατόπεδα δύο Id.3.6
;λίθοις τ. τὴν πόλιν D.18.299
;χαλκοῖς τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.3.84
;Μαγνησίαν D.1.22
:—[voice] Med.,τειχίζεσθαι τὸ χωρίον Th.4.3
:— [voice] Pass.,Ἀθηναῖοι ἐτειχίσθησαν Id.1.93
; τὰ τετειχισμένα the fortified parts, Id.4.9; ἐτετείχιστο.. τὰ βασιλήϊα περιβόλῳ stood enclosed by a surrounding wall, Hdt.1.181: metaph., [Αἴγυπτον] τῷ Νείλῳ τετειχισμένην Isoc.11.12
;ἀσφάλειαν τετειχισμένην ὅπλοις D.19.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τειχίζω
См. также в других словарях:
τειχίζω — ΝΜΑ [τεῑχος] 1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ. β. «καὶ τοῑσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.) 2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ. γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ… … Dictionary of Greek